ψυχαπάτης

ψυχαπάτης
ψῡχαπάτης , ψυχαπάτης
beguiling the soul
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχαπάτης — ὁ, Α 1. αυτός που εξαπατά την ψυχή 2. (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ὀρκ απάτης] …   Dictionary of Greek

  • ψυχαπάται — ψῡχαπάται , ψυχαπάτης beguiling the soul masc nom/voc pl ψῡχαπάτᾱͅ , ψυχαπάτης beguiling the soul masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαπάτην — ψῡχαπάτην , ψυχαπάτης beguiling the soul masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”